- χρυσοκίθαρος
- -ον, Αβλ. χρυσοκίθαρις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσοκίθαρις — άρεως, ὁ, ἡ, και δ. γρφ. χρυσοκίθαρος, ον, Α αυτός που έχει χρυσή κιθάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κίθαρις / κίθαρος (< κιθάρα / κίθαρις), πρβλ. ἀ κίθαρις] … Dictionary of Greek